- ὑπερανέχω
- ὑπερ-αν-έχω, intrans., darüber sich erheben od. hervorragen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπερανέχω — ΜΑ βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον, σε ανώτερη θέση («ἄρχειν καὶ ὑπερανέχειν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», Πρόκλ.) μσν. υψώνομαι πάνω από κάτι, υπερέχω σε ύψος («ὑπερανίσχει καὶ ὑπερανέχει ὄρος τῶν αὐτοῡ ταπεινοτέρων», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνέχω… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
υπερανίσχω — ΜΑ 1. ὑπερανέχω* 2. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] … Dictionary of Greek